WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
come out of [sth] vtr phrasal insep | (emerge) (κυριολεκτικά) | εμφανίζομαι, φανερώνομαι ρ αμ |
| | βγαίνω από ρ μ |
| Bears generally come out of hibernation in the Spring. |
| Οι αρκούδες γενικά εμφανίζονται (or: φανερώνονται) μετά τη χειμερία νάρκη την άνοιξη. |
| Οι αρκούδες γενικά βγαίνουν από τη χειμερία νάρκη την άνοιξη. |
come out of [sth] vtr phrasal insep | (costs: be subtracted) | αφαιρούμαι, βγαίνω ρ αμ |
| The cost of that broken lamp is going to come out of your pay check. |
| Το κόστος για αυτή τη σπασμένη λάμπα θα καλυφθεί αφού το σχετικό ποσό αφαιρεθεί από τον μισθό σου. |
come out of [sth] vtr phrasal insep | figurative (result) (μεταφορικά) | βγαίνω ρ αμ |
| | προκύπτω ρ αμ |
| Let's hope that something good can come out of this. |
| Ας ελπίσουμε ότι απ' αυτό θα βγει κάτι καλό. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: